Αχελώος

 Το χωριό θεωρείται παραποτάμιο καθώς η έδρα του δημοτικού διαμερίσματος βρίσκεται σε απόσταση μόλις 4 περίπου χιλιομέτρων από την κοίτη του Αχελώου ποταμού. Η κτηματική περιφέρεια Καλυβίων, τμήμα της πεδιάδος Αγρινίου, αποτελεί δημιούργημα του ποταμού από τις φερτές ύλες που έφερνε. 

Το ποτάμι πήρε το όνομά του, σύμφωνα με την επικρατέστερη ερμηνεία από την ρίζα «αχ» ή «αχα» (λατινικό ajua) που σημαίνει νερό και αποτελεί το πρώτο συνθετικό του και το συγκριτικό επίθετο «λώων», που σημαίνει καλύτερος, περισσότερο ευεργετικός ή ποσοτικά μεγαλύτερος. Τα δύο συνθετικά μαζί  δηλώνουν το πολύνερο ποτάμι. Η δεύτερη ερμηνευτική εκδοχή δέχεται ως δεύτερο συνθετικό του ονόματος του ποταμού Αχελώου το ρήμα «χειλώω» που σημαίνει πλημμυρίζω, ξεχειλίζω ή προέρχεται από την ρίζα «Ελλ» που σημαίνει ψηλός ή ορεινός (ορεσίβιος), προσωνυμίες που δίνονταν στους κατοίκους των ορεινών περιοχών της Οροσειράς της Πίνδου που γειτνιάζουν με τις πηγές του Αχελώου. Από την ίδια ρίζα προέρχονται πιθανότατα και τα ονόματα Ελλάς και Ελλοί. Σύμφωνα  με τον Στράβωνα ο ποταμός ονομάζονταν Θόας, όνομα που είχε ο Ομηρικός αρχηγός των Αιτωλών και άλλαξε ονομασία όταν ο ήρωας Αχελώος πνίγηκε στα πολύβουα νερά του ποταμού πληγωμένος από την πάλη του με τον Ηρακλή. Ο πιο γνωστός ίσως μύθος  για τον ποταμό ήταν αυτός που αναφέρεται στην πάλη του με τον Ηρακλή για χάρη της Δηιάνειρας, κόρης του Οινέα, βασιλιά της Καλυδώνα (που θεωρείται ο πρώτος αμπελοκαλλιεργητής απ’ τον οποίο έλαβε το όνομά του ο οίνος), που δεν ανταποκρίνονταν στην αγάπη του.  Η Δηιάνειρα  τρομαγμένη από την όψη ταύρου που είχε ο μνηστήρας της, ο ποταμός Αχελώος, εύχονταν να πεθάνει παρά να τον παντρευτεί. Ο Ηρακλής  με τιτάνιο αγώνα κατάφερε  να τσακίσει το κέρατο του ταυροκέφαλου θεού και τον έριξε κατάχαμα. Ο θεός Αχελώος, αναγνωρίζοντας την ήττα του, ζήτησε και πήρε από τον Ηρακλή, το σπασμένο κέρατό του και του έδωσε το κέρας της Αμαλθείας, πηγή της γονιμότητας και της ευφορίας. Αυτός με την σειρά του έδωσε το κέρας της Αμαλθείας, στον Οινέα, βασιλιά της Καλυδώνας και έτσι πήρε για γυναίκα του την Διηάνειρα. Ο μύθος αυτός δείχνει την αιώνια πάλη των κατοίκων της αρχαιότητας ενάντια στις απροσδόκητες πλημμύρες και την ανεξέλεγκτη δύναμη του ποταμού που γίνεται καταστροφική μέχρι τότε που ανθρώπινα έργα όπως διώρυγες, αποστραγγιστικοί τάφροι και αναχώματα κατάφεραν να δαμάσουν την ανεξέλεγκτη ροή του ποταμού (το σπάσιμο του κέρατος) και στη συνέχεια να  εκμεταλλευτούν τα νερά του προς άρδευση των παραποτάμιων εδαφών και να παράγουν με τον τρόπο αυτό πλούσιους καρπούς της γης (το κέρας της Αμαλθείας). Ο ποταμός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας λέγονταν Άσπρος ή Ασπροπόταμος και έτσι αναφέρεται σε δημοτικά τραγούδια και λαικές παραδόσεις. Η ονομασία του αυτή προέρχεται από τα άσπρα χαλίκια που κατέβαζε μαζί με τα ορμητικά νερά του ή από τα καθαρόασπρα νερά του.

Το ποτάμι πηγάζει από τους ορεινού όγκους του νομού Τρικάλων, από τις άγριες και απρόσιτες κορφές των βουνών Λάκμου, Τρίγγιας και Ρόνας που έχουν υψόμετρο 1.900 μέτρων περίπου, για να καταλήξει και να χύσει τα νερά του, μετά από μία διαδρομή 220 χιλιομέτρων, αφού ελιχθεί ανάμεσα στους λόφους Κουτσιλάρη και Χουνοβίνα, που βρίσκονται στη δελταική πλατφόρμα του, στο Ιόνιο πέλαγος απέναντι από την Οξυά, το νοτιότερο νησί των Εχινάδων νήσων. Από τα 220 χιλιόμετρα της διαδρομής του 8 περίπου χιλιόμετρα αποτελούν το βορειοδυτικό όριο της πεδιάδος του χωριού. Η κατασκευή αντιπλημμυρικού αναχώματος και μάλιστα σε επίκαιρα σημεία με ζαρζανέτ (ατσάλινο πλεκτό σύρμα όπου ενθυλακώνονται πέτρες), κατά το έτος 1957, κατά μήκος της ανατολικής παραποτάμιας περιοχής (θέση «ΧΑΛΙΑΔΕΣ»), μαζί με την κατασκευή των ΥΗΣ Ταυρωπού (παραπόταμου του Αχελώου,έτος κατασκευής του ΥΗΣ 1960),  Κρεμαστών (έτος κατασκευής 1965), Καστρακίου  (έτος κατασκευής 1969) και Στράτου (έτος κατασκευής 1988) θωράκισαν αποφασιστικά το χωριό και την κτηματική του περιφέρεια από τις καταστροφικές πλημμύρες του ποταμού, κυρίως κατά τους χειμερινού μήνες.

Στις 15 Ιανουαρίου 1823 και τους χειμώνες των ετών 1851, 1853 και του 1925 συνέβησαν μερικές από  τις κυριότερες πλημμύρες του Αχελώου που έπληξαν το κάμπο των Καλυβίων κατά τον 19ο και 20ο  αιώνα. Τα μανιασμένα νερά του ποταμού αφού ενώθηκαν με αυτά των λιμνών του Οζερού και της Λυσιμαχίας έφτασαν μέχρι τη περιοχή του Δοκιμίου. Τελευταία πλημμύρα που θυμούνται οι παλιοί Καλυβιώτες έγινε στις 17-12-1962. Πλημμύρισε τότε ο οικισμός του Αγίου Γεωργίου, που ήταν εγκατεστημένος 500 περίπου μέτρα  βόρεια της σημερινής του θέσης, για να επαληθευτεί για μια φορά ακόμα το αληθές του τοπωνυμίου του «ΝΗΣΙ», όπως έμεινε για να θυμίζει ότι η περιοχή ήταν, μέχρι τη δεκαετία του 1960, πλημμυρόπληκτη. 

 

 ΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ

 

Το χωριό ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε εξελιχθεί σε σταθμό συγκέντρωσης της ξυλείας των ορεινών και δύσβατων περιοχών της Ευρυτανίας. Εκατοντάδες υλοτόμοι έκοβαν κάθε χρόνο διακόσιες χιλιάδες περίπου κορμούς ελάτης. Ο Αχελώος ποταμός, που διέσχιζε τους ορεινού όγκους των Αγράφων, έδινε την  δυνατότητα της μεταφοράς τους, από τα σημεία κοπής τους μέχρι τη θέση «ΞΥΛΕΙΑ» του οικισμού Αγίου Γεωργίου Καλυβίων, όπου διακλάδωση, μήκους δύο (2) περίπου χιλιομέτρων, της σιδηροδρομικής γραμμής Κρυονερίου-Αγρινίου, που κατασκευάστηκε στα 1896-1897, έφτανε έως την ακροποταμιά. Πολλές φορές οι κορμοί είχαν ενωθεί μεταξύ τους σχηματίζοντας σχεδίες. Πάνω σ’ αυτές έμπαιναν συνοδοί υλοτόμοι με σκοπό να παρακολουθούν την πορεία των κορμών για να μην πιάνονται στις ακροποταμιές ή σε παρακλάδια του ποταμού. Οι υπόλοιποι κορμοί δένδρων κατέβαιναν μόνοι τους και για το λόγο αυτό άλλοι πεζοπόροι συνοδοί με μακριά ξύλα («κοντάρια» με σιδερένιους γάντζους στην άκρη τους για να πιάνουν τους κορμούς) παρακολουθούσαν την πορεία τους και επενέβαιναν, όπου αυτό χρειάζονταν, όπως να ελευθερώσουν τα κούτσουρα από τις ακροποταμιές, αλλά και να αποτρέψουν με την παρουσία τους την κλοπή των κορμών ελάτης  από τους χωρικούς των παραποτάμιων χωριών. Τα κούτσουρα ελάτης όταν έφταναν στην ακροποταμιά του ποταμού κοντά στα Καλύβια ξεχωρίζονταν κατά μέγεθος και ιδιοκτήτη λαμβάνοντας ο κάθε κορμός πάνω του και από ένα διακριτικό σημάδι. Στη συνέχεια  οι κορμοί φορτώνονταν στο τραίνο για το Κρυονέρι όπου το πλοίο «ΚΑΛΥΔΩΝΑ»  έχοντας ράγες έβγαζε τα βαγόνια του τραίνου στην Πάτρα. Εκεί έφταναν  οι κορμοί ελάτης για να φτιαχτούν ξύλινα κιβώτια μεταφοράς της σταφίδας που ευδοκιμούσε στην βόρεια περιοχή της Πελοποννήσου. Η φόρτωση της ξυλείας στη δεκαετία του ’20 σταμάτησε να γίνεται στη θέση «ΞΥΛΕΙΑ» αλλά μέχρι το 1962-1963 οπότε ξεκίνησε η κατασκευή του πρώτου φράγματος των Κρεμαστών συνεχίζονταν το κατέβασμα των κούτσουρων από τον Αχελώο ποταμό προς τις εκβολές του προς φόρτωσή τους και παραπέρα μεταφορά τους.  Όταν  οι υλοτόμοι, που αριθμούσαν περίπου 800-900, έφταναν στα Καλύβια, τους καλοκαιρινούς μήνες, το χωριό έσφυζε από ζωή. Τα μαγαζιά έκαναν χρυσές δουλείες, αφού οι ξυλοκόποι με γεμάτες τσέπες (πληρώνονταν καλά), έτσι ρακένδυτοι που είχαν φτάσει από τους ορεινούς όγκους της Ευρυτανίας συνοδεύοντας τα κούτσουρα, χωρίς να έχουν ξοδευτεί στο κατέβασμά τους αυτό, προχωρούσαν σε ψώνια για τους εαυτούς τους και για τις οικογένειές τους. Το μαγαζί Παπαστράτου-Αυγερινού εκμεταλλεύτηκε εμπορικά την ευκαιρία. Ο Ευάγγελος Α. Παπαστράτος  πωλούσε έτοιμα ρούχα στους υλοτόμους που έμεναν στο χωριό λίγες εβδομάδες για να ξεχωρίσουν τα κούτσουρα ελάτης. Είχε προσλάβει και δύο «μοδίστρες» από το χωριό για όσους πελάτες ήθελαν να τους πηγαίνουν τα ρούχα «κούπα» στο σώμα τους, καθώς έπρεπε να κοπούν τα υφάσματα ακριβώς στα μέτρα τους. Ο κόσμος, εξαιτίας αυτής της επιθυμίας τους, τους  αποκαλούσε «τσελεπήδες». Οι υλοτόμοι ήταν λιγομίλητοι, καλοσυνάτοι, απλοικοί και έντιμοι άνθρωποι. Εδιναν το αίσθημα της εμπιστοσύνης σε όσους συναλλάσσονταν  μαζί τους. Ο λόγος τους «συμβόλαιο». Όσες φορές αγόρασαν πράματα «βερεσέ» από τους εμπόρους που κατέφταναν στο χωριό δεν άφησαν ποτέ απλήρωτη χρηματική οφειλή.    

 

 

Η ΠΕΡΑΤΑΡΙΑ (Το ποτάμιο πορθμείο)

 

Στη θέση «ΠΕΡΑΤΑΡΙΑ» υπήρχε  ένα από τα δύο πορθμεία με τα οποία, από τα αρχαία χρόνια, εξυπηρετούνταν η μετακίνηση ανθρώπων και η μεταφορά προιόντων, αγαθών και ζώων. Αποτελούσε τμήμα της μεγαλύτερης και ουσιαστικότερης οδικής αρτηρίας η οποία ξεκινούσε από την περιοχή της Ηπείρου που συνεχίζοντας νότια περνούσε τα όρια Ακαρνανίας-Βάλτου, έφτανε στην Αιτωλία, αφού χρησιμοποιούσε ένα από τα δύο υπάρξαντα πορθμεία και ακολούθως προεκτεινόμενος ο αρχαίος αυτός δρόμος οδηγούσε στην περιοχή της Ναυπακτίας, συνδέοντας τις προαναφερόμενες περιοχές με την Ανατολική Ελλάδα. Το σημείο της περαταριάς αυτής στην με αριθμό 182671 και από έτους 1985 αεροφωτογραφία του ΥΠΕΧΩΔΕ διακρίνεται καθαρά στη μέση της αριστερής πλευράς της όπου η κατεβασιά των νερών του ποταμού δείχνει να ομαλοποιείται αρκετά και να καθιστά το πέρασμά του πιο εύκολο από όλες τις άλλες μεριές του ποταμού. Το δεύτερο πορθμείο υπήρχε στο ύψος του σημερινού χωριού Ρίγανη. Το κυριότερο όμως πορθμείο ήταν αυτό που υπήρχε στην πρώτη προαναφερόμενη θέση. Αναφέρεται στο συγγραφικό έργο «Πολυβίου Ιστορίαι» Ε 6,6 για τον Μακεδόνα Βασιλιά Φίλιππο Ε’ όταν κατά το έτος 218 π.χ εκστράτευσε για δεύτερη φορά κατά των Αιτωλών κατά λέξη: «...ήκε προς τον Αχελώον ποταμόν ... μεταξύ Κωνώπης και Στράτου», αλλά και στο έργο «Στράβωνος Γεωγραφικά» 102.22 αναφέρεται για την Κωνώπη (το αρχαίο αυτό όνομα το πήρε καθώς βρίσκονταν κοντά σε ελώδεις εκτάσεις που αποτελούσαν παραποτάμιες περιοχές του Αχελώου ποταμού αλλά ήταν κοντά επίσης στο παραλίμνιο βαλτώδες δάσος της λίμνης Λυσιμαχίας που έβριθαν από κουνούπια-κώνωπες), την βυζαντινή πόλη Αρσινόη  (το σημερινό Αγγελόκαστρο): «ως ευφυώς επικείμενη πως τη του Αχελώου διαβάσει». Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι, πιθανότατα, η θέση του πορθμείου αυτού βρίσκονταν σε θέση βορειοδυτικά του Αγγελοκάστρου και Νοτιοανατολικά της Στράτου. Η χρησιμοποίηση της λέξεως «μεταξύ» στο πρώτη αρχαία αναφορά αλλά και η λέξη «επικείμενη» στη δεύτερη αρχαία αναφορά, λαμβάνοντας υπόψη ότι η θέση της αρχαίας Κωνώπης βρίσκονταν περίπου στη θέση που είναι σήμερα το ποδοσφαιρικό γήπεδο του Αγγελοκάστρου (πήρε το όνομά του από την κυρά -Αγγέλω, βυζαντινή ρήγισσα σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση, ενώ προγενέστερα ονομάζονταν Αρσινόη, για να τιμηθεί από τους κατοίκους του οικισμού η Αρσινόη, σύζυγος του Λυσιμάχου, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου) εμπεδώνει αυτή την εκτίμηση καθώς από τη θέση αυτή μπορεί σήμερα κανείς κοιτάζοντας βόρεια - βορειοδυτικά να δει μπροστά το σημείο της περαταριάς, ενώ βρίσκεται πραγματικά σχεδόν στο μέσον της απόστασης Αγγελοκάστρου και Στράτου, σχηματίζοντας τα τρία γεωγραφικά σημεία ισοσκελές τρίγωνο. Από την αρχαιότητα  χρησιμοποιούνταν η βασική αυτή οδική αρτηρία ολικά ή μερικά όπως αυτό συνάγεται από τα ακόλουθα βεβαιωμένα ιστορικά γεγονότα: 1) O σπαρτιάτης στρατηγός Ευρύλοχος, κατά το έτος 426 π.Χ. προερχόμενος από την Λοκρίδα, περιοχή που ανήκε κατά την Αρχαιότητα στη Αιτωλία,  διάβηκε τον Αχελώο ποταμό και πέρασε  στην Ακαρνανία, αφήνοντας την Αιτωλία,    γράφει δε σχετικά ο Θουκιδίδης στο έργο του «Θουκυδίδου Ξυγγραφή», Γ 102,5 «Οι μεν μετ’ Ευρυλόχου Πελοποννήσιοι...δι’Ακαρνανίας.........άραντες εκ του Προσχίου.....και διαβάντες τον Αχελώον εχώρουν δι’Ακαρνανίας .......εν δεξιά μεν έχοντες την Στρατίων πόλιν». 2) O σπαρτιάτης στρατηγός Αγησίλαος, κατά το έτος 389 π.Χ εκστράτευσε κατά των Ακαρνανίας, διασχίζοντας την οδική αυτή αρτηρία που διέρχονταν από την Νότια Αιτωλία που δημιουργήθηκε μετά από επίπονες προσπάθειες και συστηματική συντήρηση από τους Αιτωλούς, αναφέρει δε κατά λέξη ο Ξενοφών στο έργο του «Ξενοφώντος Ελληνικά» κεφ.IV 6,14 «απήει πεζή δι’ Αιτωλίας τοιαύτας οδούς ας ούτε πολλοί ούτε ολίγοι δύναιντ’ αν ακόντων Αιτωλών πορεύεσθαι». 3) Ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Ε’ κατά την διάρκεια του συμμαχικού πολέμου, το έτος 219 π.Χ. όταν εκστράτευσε εναντίον της Αιτωλίας διάβηκε, αφού χρησιμοποίησε τον αρχαίο αυτό δρόμο που έρχεται από την Ήπειρο, τον Αχελώο ποταμό από το πορθμείο («περαταριά» αποκαλείται  από τον λαό), όπου έγινε μάχη με τους Αιτωλούς ιππείς, που έλαβαν θέσεις στο χώρο της περαταριάς, με σκοπό να εμποδίσουν το εύκολο πέρασμα των δυνάμεων του Μακεδόνα βασιλιά, αλλά έμελλε να νικηθούν από τις μεγαλύτερες σε αριθμό δυνάμεις του εισβολέα, στις οποίες προστέθηκαν  2.000 πεζοί Ακαρνάνες άνδρες και 200 Ακαρνάνες ιππείς, αναφέρει δε  χαρακτηριστικά ο ιστορικός Πολύβιος στο έργο του «Πολυβίου Ιστορίαι», κεφ Δ 64, 4 - 9 κατά λέξη τα ακόλουθα: «Ο δε Φίλιππος εμπρήσας την Μητρόπολιν προήει κατά το συνεχές επί την Κωνώπην.... προς την του ποταμού διάβασιν, ή κείται προ της πόλεως είκοσι στάδια διέχουσα ......... παρήγγειλε τοις πελτασταίς πρώτοις εμβαλείν εις τον ποταμόν και ποιείσθαι την έκβασιν αθρόους κατά τάγμα συνησπικότας .... Ο δε Φίλιππος επιδιαβάς τω στρατεύματι και πορθήσας αδεώς και ταύτην την χώραν ήκεν εις την Ιθωρίαν...............», επίσης για  τις επιχειρήσεις (β΄πολιορκία των Αιτωλών) του Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Ε’ το έτος 218 π.Χ αναφέρει ο Πολύβιος στο έργο του «Πολυβίου Ιστορίαι», κεφ Ε 7,6-8 κατά λέξη τα ακόλουθα: «Διαβάς δε τον Αχελώον ποταμόν προήγε..... απολιπών....... εκ δε δεξιών Κωνώπην, Λυσιμάχειαν.....». Αρχαιολογικές έρευνες στην Στράτου έδειξαν σημεία   πρόσδεσης πλοίων (κάβους)   κατά την αρχαιότητα, ενώ ανάλογα μέσα (αλυσίδα με κάβους) φημολογείται ότι βρέθηκε και  σε σημείο που γειτνιάζει με την περαταριά που δείχνει ότι ο Αχελώος ποταμός ήταν από την αρχαιότητα πλεύσιμος καθώς σ’ αυτόν έπλεαν ποταμόπλοια που μετέφεραν ανθρώπους και αγαθά στην ενδοχώρα της Αιτωλοακαρνανίας παρακάμπτοντας τους ορεινού όγκους της. Στο σημείο της περαταριάς το νερό του ποταμού κυλούσε σχετικά ήρεμα, με καθαρή, ως επί το πλείστον, κοίτη και έχοντας απόσταση τα σημεία διαπόρθμευσης του ποταμού 50 περίπου μέτρα. Ο περατάρης ή βαρκάρης χρησιμοποιούσε για το σκοπό αυτό μία βάρκα 6 περίπου μέτρων, χωρίς τροπίδα (καρίνα), για να διευκολύνεται η κίνηση της κυρίως στις όχθες του ποταμού, που ήταν ικανή να μεταφέρει 10 περίπου ανθρώπους και 2-3 άλογα. Η κίνηση της βάρκας, γίνονταν με δύο κουπιά ενώ για τα αβαθή του ποταμού υπήρχε και το «σταλίκι», μακρύ ξύλινο κοντάρι που στερεώνονταν στο βυθό του ποταμού από τον βαρκάρη. Το «σταλίκι» χαρακτήριζε το είδος της βάρκας που έφερε το όνομα «γάιτα». Η διάρκεια της διαπόρθμευσης ήταν ολιγόλεπτη και απαιτούσε κόμιστρο. Για την ανάδειξη του περατάρη διεξάγονταν από το Δημόσιο πλειοδοτική δημοπρασία όπου οι υποψήφιοι «χτυπούσαν» τη περαταριά. Τελευταίος περατάρης, θυμούνται οι παλιοί συγχωριανοί μας, ήταν από τα τέλη της δεκαετίας του ‘40 μέχρι το 1960 ο αείμνηστος Βαγγέλης Νάτσης ενώ στα χρόνια της κατοχής περατάρης ήταν ο Νικόλαος Γ. Καρύμπας. Η περαταριά έπαψε να χρησιμοποιείται όταν με την κατασκευή αμαξιτών οδών και ιδιαίτερα με την κατασκευή της Ε.Ο Αντιρρίου-Ιωαννίνων κατά τα έτη 1956-1967, που διέρχεται από την Κλεισούρα, για να εξυπηρετήσει το μεγάλο αστικό κέντρο του Αγρινίου, πόλη που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τα μετά-επαναστατικά χρόνια, συμπεριέλαβε την δημιουργία το έτος 1960 τσιμεντένιας γέφυρας στον Αχελώο,  πλησίον της Στράτου, συνολικού μήκους 1600 μέτρων.