Οι παραδοσιακοί χοροί της Αιτωλοακαρνανίας

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Eθιμογραφικές εκδηλώσεις που καταγράφονται στο νομό μας στο πέρασμα του χρόνου, μέσα από την λαογραφική έρευνα της συγγραφέως Σούλας Τόσκα-Κάμπα για την τριλογία «Παραδοσιακοί Χοροί».

Από τις εκδόσεις Στρατή Γ. Φιλιππότη και στη σειρά: Λαογραφία-Παράδοση, κυκλοφορούν σε δεύτερη έκδοση οι «Παραδοσιακοί Χοροί» της Σούλας Τόσκα-Κάμπα που αποτελούνται από τρεις τόμους αφιερωμένους στους χορούς του ελληνικού χώρου.

Η παρουσίαση, διεξοδική και κατατοπιστική έγινε με βάση την αξιοποίηση πλούσιας βιβλιογραφίας, συστηματικής και προσωπικής έρευνας της Αρτινής συγγραφέως που παρουσιάζει σε μια μοναδική τριλογία τους παραδοσιακούς χορούς Ηπείρου-Στερεάς Ελλάδος κ.ά., τους νησιώτικους παραδοσιακούς χορούς, καθώς και τους παραδοσιακούς χορούς Μακεδονίας-Θράκης κ.ά. το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο «Ιπεκτσί» το 2001.

Έτσι, ο αναγνώστης γνωρίζει σε βάθος τους παραδοσιακούς χορούς μας, μια από τις βασικές εκδηλώσεις του λαού μας. Πρόκειται για μια πρωτότυπη εργασία που αποτελεί καρπό πολύ χρόνου ερευνητικού μόχθου και συμβάλλει στην ουσιαστική μελέτη του λαϊκού μας πολιτισμού.

Αιτωλοακαρνανία

Στην ενότητα για την Στερέα Ελλάδα η συγγραφέας αναφέρει για τους παραδοσιακούς χορούς της Αιτωλοακαρνανίας τα κάτωθι:

Στην Αιτωλοακαρνανία συναντάμε τις μεγαλύτερες ποικιλίες από τους χορούς της Στερεάς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι συνορεύει με την Ήπειρο και τα Επτάνησα απ’ όπου πιθανότατα δέχθηκε μικρές επιδράσεις.

Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι στη περιοχή αυτή υπήρχαν οι καλύτεροι οργανοπαίχτες, πολλοί από τους οποίους πήγαιναν και στη Πελοπόννησο για διάφορες εκδηλώσεις καθώς και σε άλλα μέρη της Στερεάς. Είναι οι περίφημες ζυγιές για τις οποίες ο Κ. Κώνστας γράφει:

«Έτσι ακούγοντας Ζυγιά πρέπει να εννοούμε ένα λιγοπρόσωπο λαϊκό συγκρότημα από δυο καραμούζες ή πίπιζες ή ζουρνάδες και ένα τούμπανο ή νταούλι.

Όλοι οι ελληνικοί δημοτικοί σκοποί παίζονται από τη ζυγιά. Υπάρχουν όμως και μερικοί, που κατά αποκλειστικότητα παίζονται μονάχα από αυτή, όπως:

Ο Λιασκοβίκης, ο Ήλιος, η Παπαδιά, η Καρακάξα, η Ιτιά η Καρπενησιώτικη, το Μαχαλιώτικο και το Ραστ, με χαρακτηριστικό το τσάκισμά του, όλοι αυτοί οργανικοί αργοί τσάμικοι χοροί, το Καραβλάχικο, αργός καθιστός σκοπός του τραπεζιού, που εναλλάσσεται σε τρεις διαφορετικές στάσεις και κλείνεται με ομόηχο συρτό που το τραγουδάει η παρέα και το παίρνει και η ζυγιά, η Ρούσσα, χορός αργός καλαματιανός, ο Άη Συμιός, σκοπός και ρυθμός εμβατηρίου, συνηθιζόμενος κυρίως στα λεβεντοπανήγυρα των Αρματωμένων, επειδή όμως αυτό ενθουσιάζει και κάθε άλλη εποχή και περίσταση τους Δυτικορουμελιώτες, οι γύφτοι συχνά φέρνουν στην επικαιρότητα το σκοπό του, σε όποια εποχή και αν γίνεται το γλέντι».

Χοροί που συνηθίζονται εδώ είναι οι πηδηχτοί, που ποικίλουν σε ρυθμό και βήματα. Ο πρωτοχορευτής κάνει διάφορες φιγούρες, τσακίσματα, στροφές, πηδήματα στηριζόμενος τον δεύτερο χορευτή, που τον κρατά με μαντήλι ή με το χέρι. Επίσης χορεύονται και ο Συρτός, ο Καλαματιανός, ο Κουνητός, ο Απολυτός ή Στα τρία, ο Μαζευτός θεαματικός και απλός, το Καγγέλι εντυπωσιακός και λεβέντικος και ο δημοφιλής χορός Γαϊτανάκι.

Για το πανηγύρι που γίνεται στις 23 Αυγούστου στην περιοχή Κραββάρων που κρατάει δυο ημέρες, τη πρώτη φιλοξενούν τους ξένους γιορτάζουν και διασκεδάζουν μαζί τους και τη δεύτερη μέρα που είναι για τους χωριανούς, ο Δημ. Ντούζος γράφει:

«Έμπαιναν εις τον χορόν μπροστά οι άνδρες και πίσω οι γυναίκες. Τραγουδούσαν δε εναλλάξ κατά στίχους. Τη γυναίκα ποτέ δεν κρατούσαν οι άνδρες με το χέρι, αλλά με καθαρό μαντήλι! Τάξις απόλυτη και κέφι ζωηρό επικρατούσε!

Εκεί στο χορό μπορούσε κανείς να κάμη και πρόταση γάμου σε μια κοπέλλα ως εξής: Της πετούσε μπροστά ένα μαντήλι. Αν η κοπέλλα το έπαιρνε και το κρατούσε εις τα χέρια ήτο σημείον αποδοχής της προτάσεως και ο υποψήφιος μπορούσε να τη ζητήση από τους δικούς της.

Ιδιόρρυθμος τοπικός χορός είναι και το λεγόμενον «Γαϊτανάκι». Είναι κράμα μαζευτού και απολυτού. Είναι θεαματικώτατος και χορεύεται κατά το ηλιοβασίλεμα της δεύτερης μέρας του πανηγυριού. Τον χορεύουν με κέφι, νέοι, γυναίκες, άνδρες και γέροι. Χορεύεται ως εξής:

Συμπλέκει καθένας τα χέρια του όχι με τους διπλανούς του, αλλά με τους επομένους, εις τρόπον ώστε, αν τα περάσουν επάνω από την κεφαλήν των διπλανών του, να σχηματίζεται διπλούς χορός.

Κατ’ αρχάς χορεύουν μαζευτόν. Κατόπιν περνώντας τα χέρια επάνω από την κεφαλήν των διπλανών τους έκαστος σχηματίζουν διπλούν χορόν και χορεύουν απολυτόν. Προχωρούν δεξιά, κατόπιν οι πρώτοι του χορού γυρίζουν και μπαίνουν εις το διάκενον χορεύοντες ούτως όλοι προς τ’ αριστερά και πάλιν στρέφουν προς τα δεξιά. Τέλος ξαναπερνά τα χέρια ο πίσω χορός επάνω από τη κεφαλήν των έμπροσθεν και σχηματίζεται πάλιν ο μονός χορός.

Αυτό είναι το ξέπλεγμα και το πλέξιμον του γαϊτανιού. Τα λόγια του τραγουδιού είναι τα εξής:

Πέρα σ’ εκείνο το βουνό, γαϊτάνι, γαϊτανάκι μου,

γεμστο πέρα και στο δώθε, γαϊτανάκι αριοπλεγμένο,

κι ανάμεσα στα δυο βουνά, γαϊτάνι, γαϊτανάκι μου,

γεμ κλήμα είναι φυτρωμένο, στα μαλλιά σου τυλιγμένο.

Κάνει σταφύλι ραζακί, γαϊτάνι, γαϊτανάκι μου,

γεμ σταφύλι μυρωμένο, στις πλατούλες σου ριγμένο.

Κι όποιος το κόψει κόβεται, γαϊτάνι, γαϊτανάκι μου,

γεμ κι όποιος το φάει πεθαίνει, γαϊτανάκι αριοπλεγμένο.

Κι όποιος το πάει στο σπίτι του, γαϊτάνι, γαϊτανάκι μου,

γεμ κλήρα δεν τ’ ανεμένει, στα μαλλιά σου τυλιγμένο.

‘Γω θα το κόψω κι ας κοπώ, γαϊτάνι, γαϊτανάκι μου,

‘Γω θα το πάω στο σπίτι μου, γαϊτάνι, γαϊτανάκι μου

γεμ το φάω κι ας πεθάνω, στις πλατούλες σου ριγμένο

γεμ κι αγάπη άλλη δεν κάνω, μια χαρά ‘σαι το καημένο!».

Το Γαϊτανάκι ή Κατσούδας Μαζωχτός στα δυο χορεύεται και στη περιοχή τηςΤριχωνίδας την τρίτη ημέρα του Πάσχα. Είναι μαζωχτός Στα δύο, με δύο σειρές χορευτών και γιατί χορεύεται το Πάσχα οι κάτοικοι θεωρούν τη συμμετοχή τους γούρικη. Θεωρείται κλέφτικος μια που το τραγούδι που συνοδεύει το χορό αναφέρεται στον κλεφταρματωλό Πάνο Κατσούδα και πριν αρχίσουν το χορό όλοι οι χορευτές θα τραγουδήσουν το «Κίνησαν τα κλεφτόπουλα». Το τραγούδι που συνοδεύει το χορό το Γαϊτανάκι είναι:

Βλέπεις εκείνο το βουνό το κορφοανταριασμένο

πώχ’ ανταρούλα στη κορφή και καταχνιά στον πάτο.

Στον πάτο βόσκουν πρόβατα και στην κορφή τα γίδια

κι ανάμεσα στα δυο βουνά δυο αδέλφια σκοτωμένα

κι ανάμεσα στα δυο μνήματα κλήμα ήταν φυτρωμένο

Γαϊτάνι χρυσογάιτανο

κάνει σταφύλι ροζακί και το κρασί μοσχάτο

κι όποιος το κόψει θα κοπεί κι όποιος το φάει πεθαίνει

κι όποιος το πάει στο σπίτι του κλήρα δε θ’ αναμένει.

Γαϊτανάκι αργοπλεγμένο στις πλατούλες μου ριγμένο.

 

Το πόσο δεμένος είναι ο χορός με τον τόπο και τη κλέφτικη παράδοση μας το υπογραμμίζει και ο Κωστής Παλαμάς στο διήγημα του ο «Θάνατος του παλληκαριού» όπου γράφει:

«Κάθε χρονιά, στο πανηγύρι τ’ Αη Λιά, στα πλάγια του Ζυγού, εκεί που τρέχει το κρύο το νερό και τα πλατάνια απλώνουν με τα φύλλα τους μια σκεπή ξεκουρατική, πλασμένη από δροσιές, ήσκιους και γλυκοψιθυρίσματα, εκεί στα κλέφτικα λημέρια μια φορά, ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης, ο φουστανελλοφορεμένος, όπως πήγαιναν κι άλλοι πανηγυριώτες, με τη χρυσήν αρματωσιά του παππούλη του, πρωτοπαλλήκαρου, του ξακουσμένου του Μακρή, πήγαινε και χόρευε, λες και το είχε τάμα. Κ’ οι πανηγυριώτες άφηναν το δικό τους το γλέντι κ’ έκαναν κύκλο γύρω του κι αγνάντευαν και ξεχνιούνταν. Κάθε του βήμα στο χορό, γόργο-γοργό κι ανάλαφρο, έσταζε γλύκα και σκορπούσε λεβεντιά. Σ’ έφερνε σ’ άλλον κόσμο, στον κόσμο των παραμυθιών και των αντρειωμένων που χόρευαν στον κάμπο με τους νιούς κ’ ύστερα παραιτούσαν το χορό και παλεύανε στα μαρμαρένια αλώνια με το Χάρο. Κ’ οι γυναίκες που τον έβλεπαν εκεί, μήνες ύστερ’ απ’ το πανηγύρι, τον είχαν μεσ’ στο νου τους και τον καμάρωναν, κ’ έρχονταν συντροφιές απ’ τα χωριά τα πλαγινά, ακόμα κι απ’ τις άλλες πολιτείες, κάθε χρονιά, στο πανηγύρι τ’ Άη Λιά όχι τόσο για το πανηγύρι, όσο για το χορευτή».

Ο Τσάμικος κρατήθηκε στο Ξηρόμερο και διασώζεται ακόμα αναλοίωτος όπως γινόταν και τα παλιά χρόνια. Έχει το δικό του ύφος, το δικό του χρώμα. Είναι αργός, σταθερός και βαρύς, χορεύεται κυριολεκτικά στον τόπο αφού ο χορευτής δεν μετακινείται σχεδόν από τη θέση του αλλά αυτοσχεδιάζει με επιτόπιες φιγούρες και δίνει το προσωπικό του ύφος στο χορό.

Τσάμικα τραγούδια σε αργό ρυθμό που θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι είναι ξηρομερίτικα είναι η Τρυγώνα, η Αγγέλω, οι Ρούσσες, ο Γρίβας, η Μαυριδερούλα, ο Γιουσούφ Αράπης, Κάτω στου Βάλτου τα χωριά και άλλα.

Άλλοι ιδιότυποι οργανικοί χοροί είναι η Παπαδιά, το Βαθύ Μπεράτι, η Ποταμιά, το Λεσκοβίτι ή Λιασκοβίκι, ο Αλάμπεης και άλλα. Συνοδεύονται κυρίως από το κλαρίνο και χαρακτηρίζονται «βαριά».

Σε κοντινά χωριά του Μεσολογγίου όπως η Γουριά και άλλα χωριά τουΞηρομέρου, οι γυναίκες τραγουδούσαν παραπονιάρικα και μελαγχολικά, γεμάτα νοσταλγία τραγούδια που κύριο στοιχείο τους είχαν τη πίκρα της ξενιτιάς. Τα τραγούδια αυτά τα λέγανε Καλή ρώγια (Καλή ώρα) ή ξενιτεμένα ή της ξενιτειάς και ήτανε σε ρυθμό τσάμικου ή αργού συρτού.

Ώρα την ώρα καρτερώ

ν’ ακούσω καβαλάρη

ν’ ακούσω γκέμι κι άλογο

κι απάνω παλλικάρι

Ώρα την ώρα καρτερώ

ν’ ακούσω ταχυδρόμο

τον ταχυδρόμο να ρωτώ

και γράμμα να μην έχω.

Στην ορεινή Τριχωνίδα χορεύεται ένας οργανικός, μικτός, αντικρυστός χορός, που συνδέεται με τη μυθολογία και αποτελεί αναπαράσταση, κατά κάποιο τρόπο της αρπαγής των κοριτσιών από τους Κένταυρους.

Μουσικά όργανα είναι το κλαρίνο, το νταούλι, το βιολί, το λαούτο και η λαουτοκιθάρα, το σαντούρι. Επίσης ο ζουρνάς ή πίπιζα ή καραμούζα και το απαραίτητο για την συνοδεία των ζουρνάδων το νταούλι. Δυο ζουρνάδες και ένα τύμπανο απαρτίζουν μια ομάδα οργανοπαιχτών τη ζυγιά, όπως λέγεται.

Η Β’ έκδοση της τριλογίας «Παραδοσιακοί Χοροί» της Σούλας Τόσκα-Κάμπα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φιλιππότη.

Επιγραμματικά οι τρεις τόμοι:

– Παραδοσιακοί Χοροί (Μακεδονίας-Θράκης-Μ.Ασίας-Πόντου)

– Νησιώτικοι Παραδοσιακοί Χοροί

– Παραδοσιακοί Χοροί (Ηπείρου-Θεσσαλίας-Στ.Αττικής-Εύβοιας-Πελοποννήσου)

 

Πηγή: iaitoloakarnania.gr