Ο ρόλος των συναισθημάτων στην επικοινωνία

Πολύ συχνά μιλάμε για το διαχωρισμό επαγγελματικών- διαπροσωπικών σχέσεων με ειδοποιό διαφορά τη συναισθηματική εκφραστικότητα: στις διαπροσωπικές σχέσεις κρίνεται επιτρεπτή και ενθαρρύνεται η συναισθηματική εκφραστικότητα, και μάλιστα καμιά φορά η σημασία της σχέσης θεωρείται ανάλογη της συναισθηματικής εκφραστικότητας (πχ η μεγάλη συναισθηματική εκφραστικότητα θεωρείται αποδεικτικό μεγάλου πάθους). Αντίθετα στις επαγγελματικές σχέσεις η βίωση των συναισθημάτων και η έκφρασή της θεωρείται πολλές φορές απαγορευμένη.

Επίσης είναι σύνηθες να χαρακτηρίζουμε κάποιον από τον τρόπο που σχετίζεται με τα συναισθήματά του, να λέμε πχ ότι είναι οξύθυμος, κι αυτό να το θεωρούμε κατά κάποιο τρόπο απαράλλακτο στοιχείο του χαρακτήρα του, δηλαδή κάτι σαν «μοίρα». Στο άρθρο αυτό, απεναντίας θα μιλήσουμε για τα συναισθήματα σαν μια λειτουργία του οργανισμού μας και για τη σχέση μας με αυτά ως μια δεξιότητα που μαθαίνεται και εξελίσσεται. Πρόκειται για μια δεξιότητα πολύτιμη τόσο για τις διαπροσωπικές όσο και για τις επαγγελματικές μας σχέσεις, καθώς το να σχετιζόμαστε με τα συναισθήματά μας είναι ένας τρόπος να πάρουμε πληροφορίες για τον οργανισμό μας, τις οποίες μπορούμε να αξιοποιήσουμε για την βελτίωση των επικοινωνιών και της προσαρμοστικότητάς μας.

Πώς μας μιλάνε λοιπόν τα συναισθήματα; Τα συναισθήματα μας μιλούν με μια γλώσσα σωματική, σαν ένα ελαφρύ κάψιμο στο στομάχι, σαν μια ξαφνική ζέστη και ένα κοκκίνισμα στο πρόσωπο, σαν ένας ηλεκτρισμός στο δέρμα που μας σηκώνει τις τρίχες, σαν ένα ελαφρύ τρέμουλο στο σαγόνι, σαν ένας κόμπος στο λαιμό.

Η γλώσσα μας έχει έναν πλούτο σωματικών μεταφορών για να περιγράφει τα συναισθήματα: «βουίζει το κεφάλι μου, το στομάχι μου δέθηκε κόμπος, με έλουσε κρύος ιδρώτας». Όλες αυτές οι μεταφορές περιγράφουν συναισθήματα. Πώς αλλιώς θα τα περιγράφαμε; Είναι αλήθεια ότι τα συναισθήματα δε μπορούν να περιγραφούν με λόγια. Η γλώσσα μόνο σε μικρό βαθμό μπορεί να ταυτιστεί με τη συνείδηση. Αυτά που αισθανόμαστε δε μπορούν να επικοινωνηθούν με τα λόγια, μπορούν όμως να επικοινωνηθούν με τη συμπεριφορά μας. Για αυτό υπάρχει το κλάμα, το γέλιο, το τρέμουλο, το κοκκίνισμα και η άνοδος της θερμοκρασίας του σώματος, οι αλλαγές στην τονικότητα της φωνής και στην έκφραση του προσώπου.

Αν τα πράγματα είναι έτσι, θα ρωτήσει κανείς, με ποιους τρόπους μπορεί κανείς να διαχειριστεί τα συναισθήματά του; Δυστυχώς ή ευτυχώς τα ίδια τα συναισθήματα δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο διαχείρισης. Είναι κάτι που προκύπτει από τον οργανισμό μας. Είναι σα να λέμε «θέλω να διαχειριστώ τη δίψα μου». Αυτό δεν γίνεται. Αν διψάω πρέπει να πιω νερό.  Εκείνο όμως που μπορώ να διαχειριστώ είναι το πώς υποδέχομαι τα συναισθήματά μου και το πώς θα τα επικοινωνήσω στους άλλους.

Είναι γνωστό ότι για πολλούς λόγους, συχνά τείνουμε να αποστρεφόμαστε τα αρνητικά μας συναισθήματα. Εφόσον τα αποστρεφόμαστε, τους γυρίζουμε την πλάτη, δεν τους δίνουμε τον χώρο για να εκφραστούν, τα καταπιέζουμε. Δημοφιλή συναισθήματα που καταπιέζονται είναι ο θυμός, ο φθόνος, ο φόβος, η ντροπή, η θλίψη. Πρόκειται για συναισθήματα που μας φέρνουν σε επαφή με την ευαλωτότητά μας. Μερικές φορές πιστεύουμε  ότι αυτό που θα μας θωρακίσει απέναντι στα  βασανιστικά μας συναισθήματα είναι το να φτιάξουμε την εικόνα του ατρόμητου, του πάντα τέλειου και λαμπερού, του δυνατού.

Ωστόσο μόνο αν υποδεχτώ τα συναισθήματά μου φιλικά μπορώ να πάρω από αυτά πληροφορίες. Πληροφορίες για το τι χρειάζεται ο οργανισμός μου, για το τι δράσεις θα μπορούσα να αναλάβω ή να παραλείψω. Αν μπορέσω να μείνω με το θυμό μου και καταφέρω να τον ακούσω, ίσως πάρω πληροφορίες για παραβιάσεις ορίων που έχουν γίνει από το περιβάλλον μου και δημιουργήσω ένα σχέδιο δράσης ώστε να αμυνθώ. Ο θυμός μου λέει να αμυνθώ, να προστατευτώ και όχι απαραίτητα να επιτεθώ. Αν καταφέρω να υποδεχτώ τη ντροπή μου φιλικά, ίσως ανακαλύψω ότι με προσκαλεί να  ανοιχτώ περισσότερο και να ξεδιπλώσω πλευρές δημιουργικές που μέχρι τώρα τις κρατούσα κρυμμένες. Ίσως βρω το θάρρος να δοκιμάσω τον εαυτό μου σε εντελώς νέες συνθήκες που θα με οδηγήσουν σε νέες ευκαιρίες καριέρας που δε φανταζόμουν ποτέ. Αν καταφέρω να μείνω αρκετά με το φόβο μου ίσως ανακαλύψω ότι κάθε μέρα κάνω τις ίδιες διαδρομές και μπω στη διαδικασία να  δοκιμάσω καινούριες. Αν καταφέρω να παρατηρήσω τη θλίψη μου, ίσως αντιληφθώ ότι έχω μείνει μόνος και κινητοποιηθώ ώστε να  αναζητήσω περισσότερη συνεργασία.

Το ένα πράγμα λοιπόν είναι να ακούσουμε τι λένε τα συναισθήματά μας. Τι μήνυμα μας φέρνουν. Αν έχουμε αποκωδικοποιήσει αυτό το μήνυμα, το οποίο μάλλον αφορά ανάγκες του οργανισμού μας, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να το αξιοποιήσουμε. Αν είμαστε κοντά στις ανάγκες που αναδύονται μέσω των συναισθημάτων μας έχουμε περισσότερες πιθανότητες να τις καλύψουμε, από ότι αν έχουμε άγνοια των αναγκών μας.

Όταν έχω λοιπόν κατανοήσει τι ακριβώς λέει το συγκεκριμένο συναίσθημα για εμένα έχω κάνει το πρώτο βήμα για να το επικοινωνήσω στους άλλους με έναν εποικοδομητικό τρόπο. Όπως αναφέρθηκε πιο πριν, αν έχω κατανοήσει για ποια εισβολή με ειδοποιεί ο θυμός μου, έχω τη δυνατότητα να αμυνθώ, να λάβω τα μέτρα μου και να βάλω τα όριά μου χωρίς να χρεώσω το συναίσθημά μου σε κάποιον άλλο. Αν δεν ασχοληθώ σοβαρά με το θυμό μου, κινδυνεύω να αναμασώ τις ίδιες σκέψεις για το πώς οι άλλοι με «χρησιμοποιούν» ή με παραβιάζουν, μέχρι που έρχεται η στιγμή της έκρηξης. Μια τυφλή έκρηξη θυμού δε μου προσφέρει όμως τίποτα: με αφήνει εκτεθειμένη, δίνοντας στους άλλους το δικαίωμα να με σκέφτονται ως παρορμητική και αναξιόπιστη.

Τα συναισθήματα δεν κρύβονται. Συνήθως όσο προσπαθούμε να τα κρύψουμε τόσο περισσότερο φαίνονται. Στις κοινωνικές μας σχέσεις, τόσο στις διαπροσωπικές όσο και στις επαγγελματικές μας συμφέρει να γνωρίζουμε πώς φαινόμαστε όταν είμαστε θυμωμένοι ή απελπισμένοι. Μας συμφέρει να ρωτάμε που και πού τον εαυτό μας «τι μήνυμα έδωσα στους άλλους όταν διέκοψα τη συζήτηση κι απλά άρχισα να γελάω νευρικά;». Ή «τι ακριβώς είδαν οι άλλοι όταν βγήκα από το γραφείο βροντώντας την πόρτα πίσω μου;». Ή «τι σκέφτεται ο Χ όταν κομπιάζω καθώς του μιλάω»; Μας συμφέρει να γνωρίζουμε την οπτική των άλλων, την εξωτερική μας οπτική, γιατί οι άλλοι σε κείνο που βλέπουν θα απαντήσουν με ανάλογο τρόπο.

Η αλήθεια είναι πως χρειάζεται αρκετό θάρρος για να μπορέσει κανείς να υποδεχτεί τα επώδυνα συναισθήματα με έναν τέτοιο τρόπο. Ωστόσο όταν το καταφέρει έχει κάνει ένα πρώτο βήμα προς την αυτονομία και την πληρότητα.

 

Άρθρο της Γωγώς Καραγιάννη

Ψυχολόγος - Ειδικός παιδαγωγός

Κατάγεται από το Αγρίνιο και είναι απόφοιτος του τμήματος Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, και του Παιδαγωγικού τμήματος Ειδικής Αγωγής του Παν/μιου Θεσσαλίας, ενώ έχει ολοκληρώσει την εκπαίδευσή της στη Συστημική Θεραπεία στο Συστημικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης (Σ.Ι.Θ.).

Έχει εργαστεί στην εκπαίδευση ενηλίκων ως συντονίστρια ομάδων γονέων, στην τυπική εκπαίδευση υποστηρίζοντας μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, σε πλαίσια παροχής ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, καθώς και σε δομές παροχής υπηρεσιών θεραπείας και κοινωνικής αποκατάστασης σε άτομα που έχουν βιώσει επεισόδια ψύχωσης. Από το 2016 έως το 2018 εργάστηκε  σε ιδιωτικό Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης ΑΜΕΑ ως επιστημονικά υπεύθυνη. 

http://gwkarag.wixsite.com